χλαπάτσα

χλαπάτσα
και χλαμπάτζα, η, Ν
βλ. κλαπάτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλαπάτσα — η κλαπάτσα, η ασθένεια των ζώων «διστομίαση» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαπάτσα — και χλαπάτσα, η κοινή ονομασία τής νόσου τών μηρυκαστικών διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. (κουτσοβλάχ.) galbeatsa ή ρουμ. gălbează] …   Dictionary of Greek

  • χλαμπάτζα — η, Ν βλ. χλαπάτσα …   Dictionary of Greek

  • βούρλα — η 1. η μούρλα, η τρέλα. 2. αρρώστια των προβάτων, χλαπάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”